ὁμολόγησαν

ὁμολόγησαν
ὁμολογέω
to be
aor ind act 3rd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὁμολογῆσαν — ὁμολογέω to be aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγιοι — Ο όρος, με χριστιανική σημασία, χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να δηλώσει τα μέλη της εκκλησίας, τους χριστιανούς. Από τον 2o αι. και ύστερα η εκκλησία ονομάζει α. μόνο τους μάρτυρες (εκείνους που ομολόγησαν τη χριστιανική τους πίστη με μαρτυρικό… …   Dictionary of Greek

  • ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η …   Dictionary of Greek

  • Αλεξανδρία — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αμισό. Μαζί με την Κλαύδια, την Ευφρασία, τη Ματρώνα, την Ιουλιανή Ευφημία και τη Θεοδοσία ή Θεοδώρα, φυλακίστηκαν κατά τον διωγμό του Μαξιμιανού, επειδή κήρυτταν τον λόγο του Χριστού. Όταν… …   Dictionary of Greek

  • πλαστό έργο τέχνης — Ονομάζεται κάθε πίνακας, σχέδιο, χαρακτικό έργο, γλυπτό, καλλιτεχνικό αντικείμενο που απομιμείται μορφές και τεχνικές ενός καλλιτέχνη ή μιας εποχής με σκοπό να εξαπατήσει τον τυχόν αγοραστή ή ειδικό. Το στοιχείο της κακής πρόθεσης, η θέληση της… …   Dictionary of Greek

  • Τάνενμπεργκ — (Tannenberg). Χωριό της Πολωνίας, που βρίσκεται 120 χλμ. ΝΔ του Καλίνινγκραντ (το άλλο Κένιξμπουργκ). Το 1410, οι Πολωνοί μαζί με τους Λιθουανούς, νίκησαν εκεί τους Τεύτονες ιππότες. Στις αρχές εξάλλου του A’ Παγκοσμίου πολέμου, έγινε στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”